ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ >

Άρης Ταστάνης, ο ποιητής με τις ειδικές δυνάμεις

 Α! ρε φίλε, πώς μας τόκανες αυτό; Πήρες το αμαξίδιό σου και έφυγες; Για πού; Για τον θάνατο, τη ζωή, την αιωνιότητα; Τώρα με ποιον θα μιλώ τις Κυριακές, σε ποιον θα στέλνω τ' αποκόμματα των παλιών εφημερίδων με αναφορές στο χωριό σου; Πώς θα σχεδιάσουμε την καλοκαιρινή επιστροφή στα αγαπημένα σου Παράκοιλα της Λέσβου; Σ' ακούω να λες «καλά περνάτε εκεί», όχι με μνησικακία, αλλά με τον λεπτό τρόπο του ποιητή, του ανθρώπου που νοσταλγεί την πατρική γη. Γιατί δεν σε άκουσα ποτέ να παραπονεθείς για τη ζωή, τη μοίρα, την αδικία των γεγονότων προς εσένα. Κι ας πέρασες από την εφηβεία σου, μια ζωή, πάνω στο αναπηρικό αμαξίδιο.
Κι όμως έτρεχες στης ζωής τ' αλώνια, στους δρόμους του αγώνα, στης ποίησης τις λεωφόρους. Προσπέρασες πολλούς, δεν ήταν δυνατό να συμβεί αλλιώς, γιατί ήσουν ένας αθλητής του πνεύματος, της ζωής και του αγώνα. Δεν ήσουν σαν όλους εμάς τους επαίτες, που ζητάμε δημοσιότητα, φώτα, αναγνώριση, τιμές. Είτε ήσουν στη μικρή βεράντα των Παρακοίλων, είτε στο παράθυρο της Τερψιθέας, έτρεχες μόνος κι έπρεπε να ξεπεράσεις τον εαυτό σου κι αυτή τη ριμάδα τη μοναξιά, την οποία όλοι αναφέρουμε ενώ την αγνοούμε. Αυτή που απλώνεται «πάνω στους τέσσερις τροχούς», και κατεβαίνει τη «νύχτα στη χωματερή του κρεβατιού».
Και το έκανες, μας έδωσες δεκατρία βιβλία -τα 11 ποίησης- από το 1976 ως το 2001. Και τώρα περιμέναμε τα «Πετρωτά Παράκοιλα», την αποτύπωση της κοινωνικής ζωής των Παρακοίλων στις εφημερίδες της Λέσβου. Κι όμως ο δήμος, μετά των πολιτών του πνευματικού νησιού μας, δεν θυμήθηκε, τόσα χρόνια, την παρουσία σου. Τώρα τα έντυπα αναδημοσιεύουν όλα την ίδια φράση: «έφυγε ο γνωστός ποιητής και αγωνιστής…», δηλαδή το μεταθανάτιο και υποκριτικό τροπάρι. Όχι, δεν έφυγε ο Άρης, μας κοιτά και μας κρίνει με τους στίχους του Αναγνωστάκη «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν», που του άρεσε να λέει τώρα τελευταία. Επικρίνει τα κάθε είδους λαμόγια, ειδικά τα τοπικά, που σπαταλάνε πόρους σε αδιαφόρετα πολιτιστικά δρώμενα.
Τώρα που θα πορευτούμε μέσα στην απουσία σου νιώθω τιμή που σε γνώρισα και με προσφωνούσες «φίλε». Σκέφτομαι την πρώτη μας τηλεφωνική επικοινωνία, τον Γενάρη του 1980. Με την άγνοια της κατάστασής σου σε ρώτησα σε ποιο σημείο του Κέντρου της Αθήνας θα συναντηθούμε. «Είμαι ανάπηρος, δεν κυκλοφορώ», μου είπες χωρίς περιστροφές. Ο λόγος ήταν για να προμηθευτεί η Ένωση Σπουδαστών Λέσβου αντίτυπα από τη συλλογή σου «Συνοικισμός». Γεγονός που δεν συνέβη, γιατί εσύ ήσουν με το Εσωτερικό κι οι άλλοι ήταν οι «ορθόδοξοι». Συνεχώς με την Αριστερά των νέων ιδεών, του μέλλοντος. Έτοιμος να συμμετάσχεις κάθε φορά στο νέο ξεδίπλωμα ακόμα μιας ελπίδας και προσπάθειας. Τέτοια ήταν κι η τελευταία σου αρθρογραφική συνεργασία με την αριστερή εφημερίδα της Λέσβου Πολίτης??? είτε έγραφες για την επικαιρότητα είτε για τους πνευματικού δημιουργούς του νησιού μας.
Πάντα ήσουν ευθύς: «Γνωρίζω καλά πως δεν έχω τις ίδιες ευκαιρίες και τα ίδια δικαιώματα, ούτε θα μπορώ να συνυπάρχω δημιουργικά σε μια κοινωνία, σε μια πολιτεία, που το διαφορετικό το φοβάται» είπες σε μια συνέντευξή σου πριν πέντε χρόνια. Η πλέον ανθρώπινη φράση σου «Δεν δικαιούμαι να φοβάμαι», μας δείχνει την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε στις μελανόμορφες μέρες που ζούμε. Τότε είπες για την ποίηση ότι είναι «ένα μέσο που με βοηθά να ξεφύγω από την εσωτερική μου μοναξιά, ν' απλώσω, ν' ανοίξω, να πετάξω...» Μόνο που τούτο, το τελευταίο σου πέταγμα ήταν χωρίς επιστροφή.
Σου ψιθυρίζουμε αντί αποχαιρετισμού, γιατί το αξίζεις, το λεσβιακό μερακλίδικο δίστιχο:
Εμείς κι αν αποθάνουμε ως και τα κόκαλά μας
χρυσά πουλιά θα γίνουνε να λένε τ' όνομά μας

  • Blogger Comments
  • Facebook Comments

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: Άρης Ταστάνης, ο ποιητής με τις ειδικές δυνάμεις Rating: 5 Reviewed By: Glyfadaweb
f="https://unpkg.com/video.js/dist/video-js.css" rel="stylesheet">