Στο χωνευτήρι των λαών, όπου ετερόκλητοι πληθυσμοί ενίοτε συγκρούονταν αλλά επί της αρχής συνυπήρχαν, ο πλουτισμός αναδείχθηκε σε κοινό τόπο, μια αξία που υπερέβαινε εθνικές, θρησκευτικές ή κοινωνικοπολιτικές διαφορές. Η επιδίωξη του πλούτου δεν ήταν απλώς προσωπικός στόχος, αλλά κοινωνικός ιμάντας που ένωνε Ιρλανδούς, Ιταλούς, Εβραίους, Ασιάτες και άλλους λαούς σε ένα κοινό όραμα: την ανάδυση από τη φτώχεια μέσω της εργασίας και της επιχειρηματικότητας.
Ωστόσο, αυτή η αξία, αν και αρχικά συνδεόταν με την αρετή της σκληρής δουλειάς, σταδιακά απογυμνώθηκε από το ηθικό της υπόβαθρο. Η μετάβαση από την προτεσταντική ηθική στον αχαλίνωτο καπιταλισμό του 20ού αιώνα σηματοδότησε την αποθέωση του κέρδους ως αυτοσκοπού. Η Wall Street, από σύμβολο οικονομικής καινοτομίας, μετατράπηκε σε ναό της απληστίας, όπου η αξία ενός ανθρώπου μετριόταν αποκλειστικά σε δολάρια.
Σε αυτό το κενό αξιών εισχώρησαν τα λόμπι, τα οποία αντικατέστησαν τους θεσμούς ως διαμορφωτές της δημόσιας πολιτικής και της κοινής γνώμης. Από τις φαρμακευτικές εταιρείες μέχρι τους τεχνολογικούς κολοσσούς, τα συμφέροντα των ολίγων υπερίσχυσαν του κοινού καλού. Η πολιτική διαδικασία μετατράπηκε σε δημοπρασία, όπου οι ψήφοι και οι αποφάσεις εξαγοράζονταν από τον υψηλότερο πλειοδότη. Η κουλτούρα της απληστίας, που κάποτε περιοριζόταν στους κύκλους της Wall Street, διαχύθηκε σε κάθε πτυχή της κοινωνίας: από την τηλεόραση που εξυμνούσε τον υπερκαταναλωτισμό μέχρι την εκπαίδευση που προωθούσε την καριέρα έναντι της γνώσης.
Η αισχροκέρδεια έγινε ο νέος εθνικός ύμνος, ενώ οι CEO αποθεώνονταν ως ήρωες, ακόμη κι όταν οι πρακτικές τους οδηγούσαν σε οικονομικές κρίσεις, όπως αυτή του 2008. Η μεσαία τάξη, κάποτε ο στυλοβάτης του αμερικανικού ονείρου, συρρικνώθηκε, ενώ οι ανισότητες εκτοξεύτηκαν. Η Αμερική, αντί να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές της αντιφάσεις, προτίμησε να εξάγει το μοντέλο της παγκοσμίως, πιστεύοντας ότι η συνταγή της παγκοσμιοποίησης ήταν αλάνθαστη.
Και ενώ η Αμερική κοιμόταν στον θρόνο της αυταρέσκειας, η Κίνα μεθοδικά οικοδομούσε μια οικονομία που εκμεταλλεύτηκε την αμερικανική απληστία. Οι ΗΠΑ μετέφεραν την παραγωγή τους στην Ασία, πιστεύοντας ότι θα διατηρούσαν την τεχνολογική και οικονομική υπεροχή. Οι Κινέζοι, ωστόσο, δεν περιορίστηκαν στο να γίνουν το «εργοστάσιο του κόσμου». Αντέγραψαν, βελτίωσαν και, τελικά, ξεπέρασαν την Αμερική σε νευραλγικά σημεία του σύγχρονου γεωπολιτικού ανταγωνισμού όπως η τεχνολογία της τεχνητής νοημοσύνης.
Η Κίνα, παρά τις δικές της αντιφάσεις, διατήρησε μια αίσθηση συλλογικού σκοπού, ενώ η Αμερική αφέθηκε στην κατακερματισμένη της ατομικότητα, στο σαθρό θεμέλιο της παγκοσμιοποιημένης νοοτροπίας που επικεντρώθηκε στα αδιέξοδα μιας πρωτοφανούς παρακμής: της «woke» κουλτούρας.
Κατά συνέπεια, οι Κινέζοι δεν «έκλεψαν» την αμερικανική υπεροχή, οι Αμερικανοί την παρέδωσαν, τυφλωμένοι από την ψευδαίσθηση της αιώνιας κυριαρχίας.
Σήμερα, με καθυστέρηση τριών δεκαετιών οι Αμερικανοί συνειδητοποιούν ότι η Κίνα όχι μόνο προσπέρασε την Αμερική στην κούρσα του γεωπολιτικού ανταγωνισμού, αλλά την άφησε οικονομικά και κοινωνικά σακατεμένη.
Κατά τα λοιπά η πρέσβης Κίμπερλι Γκιλφόιλ ανέφερε ότι είναι τιμή και προνόμιο για εκείνη να βρίσκεται στο ''λίκνο της Δημοκρατίας'', στην Αθήνα , μόνο που ως αμερικανάκι αγνοεί ότι το λίκνο της Δημοκρατίας υφίστατο πριν από δυο χιλιάδες χρόνια, ενώ σήμερα δεσπόζουν το ακραίο κόμμα της ΝΔ και ο Μητσοτάκης με μια σειρά χουντοβασιλικούς - ακροδεξιούς. Το αντίστοιχο που ισχύει και στο Δήμο Γλυφάδας με τους υπονομευτές και το χαφιεδότσουρμο.
ΥΓ: Δεδομένου ότι η Γλυφάδα έχει γεμίσει με χιλιάδες πρόσφατα ξενόφερτους/ες είναι σαφές ότι δεν γνωρίζουν - έχουν πλήρη άγνοια - όσων βρίσκονται διαχειριστές στα κοινά του Δήμου. Αγνοούν παντελώς ότι το 1984 στην πλατεία Καραϊσκάκη ήταν τα γραφεία της ΕΠΕΝ και ως στελέχη του χουντικού κόμματος βρισκόντουσαν όσοι δεσπόζουν σήμερα στο Δήμο Γλυφάδας.


0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου